Στον Γέρμα Καστοριάς την παλαιά εποχή, πριν απ’ το έτος 1965 περίπου, το ψωμί ήταν λιγοστό και δυσεύρετο, και γι’ αυτό το εκτιμούσαν και το σέβονταν ιδιαιτέρως μικροί και μεγάλοι. Το θεωρούσαν ιερό κι ευλογημένο από τον Θεό, (όπως βεβαίως είναι) και γι’ αυτό δεν το πετούσαν ποτέ. Όταν κατά λάθος έπεφτε στο έδαφος μια «δαγκωσιά» (ένα μικρό κομμάτι του) την έπαιρναν αμέσως τη φιλούσαν και σταυροκοπιούνταν μ’ αυτήν.
Την εποχή εκείνη όλα τα
σπίτια του χωριού είχαν κι από έναν ξυλόφουρνο, στον οποίον η κάθε νοικοκυρά
έψηνε μια φορά την εβδομάδα 6 – 7 πισνίκια (καρβέλια), που είχε προηγουμένως
ζυμώσει και σταυρώσει τρεις φορές με λυγισμένη την παλάμη της.
Την ώρα που η νοικοκυρά ζύμωνε στο σκαφίδι της τα ψωμιά τής Εβδομάδας, τα μικρά παιδιά της στέκονταν πεινασμένα δίπλα της, γκρίνιαζαν και ζητούσαν επιτακτικά να φάνε. Αμέσως τότε αυτή έκοβε απ’ το συνολικό ζυμάρι 4 - 5 μικρά κομμάτια του, έπλαθε μ’ αυτά ισάριθμες φουρνουτάρες {: πιτούλες} και τις έριχνε να ψηθούν σε μια γωνιά του αναμμένου φούρνου της. Μόλις οι φουρνουτάρες «φούσκωναν» τις έβγαζε και τις έδινε στα παιδιά της μαζί με ένα κομματάκι τυρί και λίγη χοιρινή λίγδα (λίπος).
Οι Γερμανιώτες εκείνης
της εποχής έψηναν κι έτρωγαν φουρνουτάρες κάθε φορά που ζύμωνε η γυναίκα τους
και όχι μόνο κατά την Καθαρά Δευτέρα, όπως γίνεται σήμερα. Επίσης, οι τότε
Γερμανιώτες, όπως βεβαίως και οι σημερινοί, ήταν νοήμονες άνθρωποι, «τιμούσαν
και δεν βλαστημούσαν» το ψωμί τους και γι’ αυτό, κατά την Καθαρά Δευτέρα δεν ζύμωναν
και δεν έψηναν «για πλάκα» ομοιώματα ανδρικών και γυναικείων αιδοίων, όπως
δυστυχώς πράττουν οι κάτοικοι ορισμένων χωριών τής Κεντρικής και της Βόρειας
Ελλάδας. (Γ.Τ.Α.)