Γράφει ο Γιώργος Τ. Αλεξίου
Η γεωγραφική περιφέρεια των Κορεστείων Καστοριάς είναι, κατά γενική και αντικειμενική εκτίμηση, μία απ’ τις ομορφότερες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και γενικότερα της Ελλάδος. Οι κάτοικοί της ήταν ανέκαθεν και είναι πολύ καλοί άνθρωποι, άριστοι πατριώτες και ευσεβείς χριστιανοί.
Κατά την αρχαία εποχή, οι άλκιμοι νέοι των Κορεστείων έλαβαν μέρος ως επίλεκτοι στρατιώτες στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κατέκτησαν κι εκπολίτισαν την Οικουμένη. Αργότερα, στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι γενναιόψυχοι Κορέστες προάσπιζαν επιτυχώς τα σύνορα του Ελληνισμού απ’ τους βαρβάρους επιδρομείς και κατηχούσαν στο Χριστιανισμό τα διάφορα αλλόθρησκα φύλα που πλησίαζαν στην περιοχή τους.
Κατά την προαναφερθείσα βυζαντινή περίοδο, διοικητικό και πολιτισμικό κέντρο των Κορεστείων ήταν μία σημαντική πόλη, που δεν γνωρίζουμε το όνομά της, η οποία βρισκόταν στην τοποθεσία «Μπούτες» ή «Πούτεσι», απέναντι απ’ το χωριό Χάλαρα, προς την πλευρά του Αγίου Αντωνίου. Οι φιλόχριστοι κάτοικοι αυτής της πόλης είχαν κτίσει αρκετούς ιερούς ναούς εντός και πέριξ του οικισμού τους. Ένας απ’ τους εν λόγω ναούς ήταν αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και σωζόταν σχεδόν ακέραιος έως το έτος 1815, στο Νεκροταφείο των Χαλάρων.
Ο προαναφερόμενος ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου καταστράφηκε κατά το μνημονευόμενο έτος 1815 από Τουρκαλβανούς επιδρομείς. Αμέσως όμως, οι ευσεβέστατοι κάτοικοι των Χαλάρων ανήγειραν επάνω στα ερείπιά του έναν άλλον ναό, που τον διακόσμησαν με υπέροχες τοιχογραφίες και φορητές εικόνες. Απ’ τον προϋπάρχοντα ναό διασώθηκαν μόνον οι πήλινες πλάκες του δαπέδου του και οι κυκλικές βάσεις των ξύλινων κιόνων, που χώριζαν τον κυρίως ναό σε τρία κλίτη.
Η κτητορική επιγραφή του δεύτερου, του μεταβυζαντινού ναού, είχε ως εξής, σύμφωνα με τον αείμνηστο Παντελή Τσαμίση, που πρόλαβε και την κατέγραψε πριν το έτος 1949:
«† Ανιστορήθη και εκαλλωπίσθη ο ναός ούτος της εν Αγίοις Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, διά συνδρομής και κόπου και εξόδων και δαπάναις του αιδεσιμωτάτου Παπά Ιωάννου και των τιμιωτάτων Δημητρίου, Αγγελή, Τραγιάννη. Εθεμελιώθη διά χειρός Αναστασίου Κωνσταντίνου εκ Μεγαρόβου, 1815.»
Ο εν λόγω δεύτερος ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ήταν, δυστυχώς, πρόχειρα κατασκευασμένος, με πέτρες και ωμούς πλίνθους και γι’ αυτό, κατά την περίοδο του Ανταρτοπολέμου (1946 – 1949), κατέπεσε η στέγη του και ο νότιος τοίχος του μαζί με τις επ’ αυτού υπάρχουσες τοιχογραφίες. Μετά απ’ αυτήν τη μερική καταστροφή του, η αρμόδια Αρχαιολογική Υπηρεσία έδειξε – πριν αρκετά χρόνια – κάποιο σχετικό ενδιαφέρον, διενήργησε εντός του ολιγοήμερες ανασκαφές, τοποθέτησε μία πρόχειρη σκεπή κι έκτοτε τον εγκατέλειψε στην τύχη του.
Σήμερα, οι ευσεβείς προσκυνητές και οι αρχαιόφιλοι επισκέπτες του αναφερόμενου μνημείου αντικρίζουν με θλίψη τις μισοκατεστραμμένες αγιογραφίες του, θαυμάζουν την ανθρωπόμορφη τοιχογραφία της αγίας Τριάδος, που βρίσκεται στο αέτωμα του αγίου Βήματος, παρατηρούν με έκπληξη τα δοχεία αντήχησης που είναι ενσωματωμένα στους τοίχους του κι εύχονται, να ευαισθητοποιηθούν επιτέλους οι αρμόδιες εκκλησιαστικές και πολιτικές Αρχές και να διασώσουν ό,τι μπορεί να διασωθεί απ’ τον εν λόγω ναό.
Σημείωση. Βλέπε επίσης για τον εξεταζόμενο ναό των Χαλάρων:
https://fos-kastoria.blogspot.com/2019/12/1815.html