Μια φορά κι έναν καιρό, οι κάτοικοι του Γέρμα Καστοριάς καλλιεργούσαν στη γνωστή περιοχή «Κανναβοτόπι» τού χωριού τους πολυάριθμα φυτά κάνναβης και λιναριού, για να παίρνουν απ' αυτά τις υφαντικές ίνες που χρειάζονταν. Όταν τα εν λόγω φυτά μεγάλωναν αρκετά, οι άντρες έκοβαν τα «καλάμια» τους και τα μετέφερναν στα σπίτια και στις αποθήκες τους. Εκεί τα κατεργάζονταν οι γυναίκες και τα παιδιά τους, κι έφτιαχναν μ’ αυτά γερές κλωστές, νήματα και στημόνια, με τα οποία «γύφαιναν» (= ύφαιναν) κανναβουρένια και λινά πανιά και υφάσματα.
Η αναφερόμενη
κατεργασία απαιτούσε και γινόταν με πολύ κόπο και ιδρώτα και γι’ αυτό αρκετές
γυναίκες δεν την άντεχαν και συχνά παρίσταναν την άρρωστη. Μία απ’ αυτές που
ήταν πολύ τεμπέλα, μόλις έμπαινε ο άντρας της στο σπίτι ξάπλωνε στο κρεββάτι
της κι έλεγε ότι είχε «θερμασιά» (: πυρετό).
Κάποτε, που ο
εργατικός άντρας αυτής της γυναίκας την είδε να είναι για πολλοστή φορά «άρρωστη» στο
κρεββάτι της δυσανασχέτησε και είπε:
- Τί θα γίνει με σένα βρε γυναίκα; Συνεχώς άρρωστη είσαι. Πότε επιτέλους θα γίνεις καλά;.
Και τότε αυτή τον (του) απάντησε:
-
Να πας, άντρα μου, στην εκκλησιά και να ζητήσεις
απ’ την Παναγιά μας να σε πει τί πρέπει να κάνω για να «διάβω» (= γιατρευτώ).
-
Πηγαίνω τώρα, είπε αυτός και βγήκε απ’ το σπίτι.
Αμέσως τότε η γυναίκα του πετάχτηκε από το κρεββάτι της,
βγήκε από την «παραθύρα» (= παραπόρτι) του σπιτιού, έτρεξε γρήγορα στην
εκκλησιά και εισήλθε κρυφά στον «Άι-Δήμο» (= στο Άγιο Βήμα).
Σε λίγο έφτασε και μπήκε στην εκκλησιά και ο σύζυγός της,
σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε τις εικόνες, κοίταξε με ευλάβεια την εικόνα τής
Παναγιάς και φώναξε δυνατά:
- Παναγιά μου, τί πρέπει να κάνει η γυναίκα μου για να «διάβει» (= γιατρευτεί) ;
- - Να κάψει και να πετάξει αμέσως όλα τα φυτά τής
κάνναβης και του λιναριού που έχετε στην αποθήκη σας, απάντησε η γυναίκα του αθέατη
και προσποιούμενη την Παναγιά, και κατόπιν ξαναγύρισε τρέχοντας στο σπίτι της.
Ύστερα από λίγο επέστρεψε στο σπίτι και ο
σύζυγος τής γυναίκας, τη βρήκε ως συνήθως «άρρωστη» στο κρεββάτι της και την (της)
ανακοίνωσε την προτροπή τής Παναγιάς.
Αμέσως τότε η τεμπέλα γυναίκα έριξε με
χαρά και χωρίς περίσκεψη στο ποτάμι όλα τα φυτά τής κάνναβης και του λιναριού
που είχαν στην αποθήκη τους κι αμέσως «διάφκι» (= ανάρρωσε) !
Πλησίαζε η Μεγάλη Εβδομάδα και η γυναίκα αυτή έπρεπε και ήθελε να μεταλάβει, δεν είχε όμως την κατάλληλη ενδυμασία και ούτε μπορούσε να υφάνει καινούργια, επειδή είχε πετάξει στο ποτάμι τα φυτά τής κάνναβης και του λιναριού. Σκέφτηκε λοιπόν να χωθεί τσίτσιδη μέσα σ’ ένα πιθάρι και να τη μεταφέρει μ’ αυτό ο άντρας της στην εκκλησιά. Εκεί, θα άφηνε αυτός το πιθάρι όρθιο μπροστά στην Αγιόθυρα και όταν θα έβγαινε ο Παπάς να κοινωνήσει τους Χριστιανούς, θα έβγαζε και η ίδια το κεφάλι της απ’ το πιθάρι και θα την κοινωνούσε.
Έτσι κι έγινε. Ο άντρας της μετέφερε το αναφερόμενο πιθάρι στο ναό, το έστησε όρθιο μπροστά στην Ωραία Πύλη και περίμενε να φανεί ο ιερέας. Τότε όμως έγινε το απρόσμενο κακό. Τα μικρά παιδιά που περίμεναν εκεί να κοινωνήσουν σπρώχτηκαν, γκρέμισαν κι έσπασαν άθελά τους το πιθάρι και φάνηκε η γυναίκα χωρίς ενδύματα. Όταν ο Παπάς την είδε σ’ αυτά τα χάλια αγανάκτησε και φώναξε δυνατά, ο κόσμος όλος έσκουξε και τη γιουχάρησε και τα παιδιά την έκαψαν με τις λαμπάδες τους.
Αμέσως τότε αυτή έτρεξε τρομαγμένη και κυνηγημένη στο σπίτι της, μάζεψε γρήγορα όλα τα παλιά ενδύματα που είχε, και τα ξήλωσε και ξέπλεξε τις κλωστές τους. Κατόπιν ανέβηκε σε μία γριντιά (= ξύλινο οριζόντιο δοκάρι τής στέγης του σπιτιού), άφηνε απ' εκεί τη ρόκα της να κρέμεται κάτω, την στριφογύριζε, κι έγνεθε νέες μακριές κλωστές για να ράψει καινούργια φορέματα.
Μετά από λίγες ημέρες ήρθε το Πάσχα και οι γειτόνισσες την καλούσαν να βγει μαζί τους στο μεσοχώρι για να ιδούν το γλέντι που γινόταν εκεί. Αυτή όμως αποκρινόταν με πίκρα κι έλεγε: «Μα τον άγιο καψομούνη (!), εφέτος για ’μένα Πασχαλιά δεν έχει».
Και ύστερα έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Σημειώσεις.
1). Λεξιλόγιο Γέρμα Καστοριάς.
α) «Διαβαίνω» = Υγιαίνω, αποκτώ τη χαμένη υγεία μου.
β) «Διάφτηκα» = Ξανάγινα υγιής.
γ) «Διαβάτης, ο» = Ο περαστικός πόνος.
Π.χ. Ιγώ όταν αρρουστώ δεν «διαβαίνου» κουλάι. Ιχτές του
προυί ήμαν πουλύ άρρουστους, είχα έναν γιρό πόνου στου σταυρί, ιυτυχώς όμους
ήταν «διαβάτς» κι «διάφκα» αγλήγουρα.
δ) Άι-Δήμος, ο = Το Άγιο Βήμα του ναού.
θ) Θερμασιά, η = Ο πυρετός.
2). Το παρόν λαϊκό παραμύθι το διηγήθηκε στον καταγραφέα του Γ.Τ.Α. η Γερμανιώτισσα κ. Αθηνά Δ. Τζήμα, όπως ακριβώς το είχε ακούσει και το θυμόταν απ’ την αείμνηστη πρόγονό της Αθηνά Κ. Λιάντζη (1882 – 1976). Η καταγραφή του έγινε στον Γέρμα το Σάββατο 29 Μαρτίου 2025.