“Βλάχος”: ο βροντόφωνος, ο ομιλών με δυνατή φωνή. Παρά το βάζω (: ομιλώ δυνατά), βάξω, βάχος και πλεονασμώ του -λ-, βλάχος, οι γαρ ποιμένες πλέον τη φωνή χρώνται.
....................
Σημείωση. Η εδώ παρουσιαζόμενη - προτεινόμενη ετυμολόγηση τής ονομασίας “βλάχος” έγινε βάσει και κατ΄ αναλογίαν τής παρακάτω παρατιθέμενης ετυμολογίας τής “παραπλήσιας” ονομασία Βάκχος, όπως αυτή είναι καταχωρημένη στο “Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό” του Thomas Gaisford S.T.P.:
“Βάκχος”: Μαινόμενος. Παρά το βάζω, βάξω, βάχος, και πλεονασμώ του -κ-, βάκχος, ως ιαχή, ίαχος και ίακχος, οι γαρ μεθύοντες πλέον τη φωνή και ενθουσιώντες χρώνται.
Thomas Gaisford S.T.P. Etymologicon Magnum Lexicon,τόμ.. 2, σελ. 185.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου