"Θάρσει. Λέγων τ' αληθές ου σφαλεί ποτε." - Σοφοκλής
Στις 16 Ιουλίου του έτους 1907 έγινε σε μια βαθιά χαράδρα του βουνού “Μελίσσι” τού χωριού Γέρμα Καστοριάς η φοβερή “Μάχη του Καλογερικού” μεταξύ πολυάριθμων Τούρκων στρατιωτών και δύο ανταρτικών ομάδων Μακεδονομάχων. Η μάχη αυτή ήταν αιφνιδιαστική και δυστυχώς καταστροφική για τους Έλληνες αντάρτες. Κατά τη σύντομη διάρκειά της έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι, ο Ανθυπολοχαγός Νικόλαος Τσοτάκος -- Καπετάν Γέρμας και 23 από τους άνδρες του.
Αμέσως μετά την εν λόγω πολύνεκρη μάχη, ένας Τούρκος Αξιωματικός πρόσταξε τον Πρόεδρο τού Γέρμα (: τότε Λοσνίτσα) να στείλει στον τόπο διεξαγωγής της αρκετούς Γερμανιώτες χωρικούς με τα υποζύγιά τους για να μεταφέρουν απ' εκεί τα σεπτά σώματα των νεκρών μακεδονομάχων και να τα ενταφιάσουν στο “Μπαΐρι του Ζυγούρα”, που βρίσκεται στην τοποθεσία “Λιβάδι”, όπως κι έγινε. Μεταξύ των εν λόγω χωρικών τού Γέρμα ήταν και ο Δ.Κ., ο οποίος βρήκε τότε στην τοποθεσία τής μάχης ένα πιστόλι πεσόντος μακεδονομάχου, το πήρε κρυφά κι έκτοτε το είχε πάντα μαζί του.
Λίγο καιρό μετά την αναφερόμενη μάχη, η Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα του Γέρμα ανέθεσε στον προαναφερόμενο Δ.Κ. να μεταφέρει μία εμπιστευτική επιστολή με απόρρητες πληροφορίες και οδηγίες στην αντίστοιχη Επιροπή τής γειτονικής Κλεισούρας. Πράγματι, ο Δ.Κ. πήρε την επιστολή και βάδισε προς την Κλεισούρα. Κατά τη διαδρομή του πέρασε και από την περιοχή “Γιάζια”, που ανήκει στα γειτονικά χωριά τού Γέρμα, Τσιρίλοβο και Λιθιά. Εκεί συνάντησε κάποιον γνωστόν του αγρότη από τα εν λόγω χωριά και συνομίλησαν για λίγο. Κατά τη συνομιλία τους αυτή, ο αναφερόμενος αγρότης ρώτησε αστειευόμενος τον Δ.Κ. τα εξής: “γιατί πηγαίνεις στην Κλεισούρα; μήπως για να μεταφέρεις απόρρητα έγγραφα στους Μακεδονομάχους της;”
Ο Γερμανιώτης ακούοντας αυτήν την αναπάντεχη διπλή ερώτηση τού κοντοχωριανού του ταράχτηκε πολύ, αμέσως δε, μόλις επέστρεψε από την Κλεισούρα στον Γέρμα, την ανέφερε στα μέλη τής εκεί Επιτροπής Μακεδονικού Αγώνα. Τότε, κάποιο καχύποπτο και ανόητο στέλεχος της Επιτροπής τον “συμβούλεψε” και τον προέτρεψε επιτακτικά να μεταβεί αμέσως στη Γιάζια και να βρει και να φονεύσει τον άτυχο γνώριμό του, για να μην προλάβει τάχα αυτός να προδώσει στους Τούρκους την υποτιθέμενη γνώση της ανταλλαγής συνωμοτικών μηνυμάτων μεταξύ των αναφερόμενων Επιτροπών. Και δυστυχώς ο Δ.Κ. αυτό έπραξε. Πήγε στη Γιάζια κι εκτέλεσε εν ψυχρώ, με το πιστόλι που είχε πάρει απ' τον πεσόντα μακεδονομάχο, τον άτυχο κι ανυποψίαστο γνώριμό του, αφήνοντας έτσι χήρα τη νεαρή γυναίκα του και ορφανά τα ανήλικα παιδιά τους. Και από τότε και μέχρι το θάνατό του, ο Δ.Κ. είχε βάρος στη συνείδησή του αυτό το φρικτό έγκλημα και μετανιωμένος το ομολογούσε συχνά στους οικείους του, ελπίζοντας μ' αυτήν του την εξομολόγηση να εξιλεωθεί σχετικώς.
Καταγραφή απ' τον Γιώργο Τ. Αλεξίου τής αφήγησης ενός εγγονού τού Δ.Κ. Η αφήγηση έγινε στη Γιάζια την 26 – 4 – 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου