«Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές» (Διονύσιος Σολωμός).
“Ο θάνατός μου δεν με λυπεί,
η δολοφονία μου όμως με αδικεί”
Επιγραφή στον επιτάφιο Σταυρό του Γεωργίου Κ. Τζιούλα (+1907).
Κατά το θέρος του έτους 1907, λίγο πριν τη λήξη του Μακεδονικού αγώνα (1904 – 1908), ο Μανιάτης οπλαρχηγός μακεδονομάχος Γρηγόριος Φαληρέας – Καπετάν Ζάκας λημέριαζε με το ολιγομελές ανταρτικό σώμα του στο βουνό Μελίσσι, που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά τής Καστοριάς Βογατσικό και Λοσνίτσα (νυν “Ο Γέρμας”). Κατά το έτος εκείνο, Μουχτάρης (= Πρόεδρος) της Κοινότητας Λοσνίτσας ήταν ο Κωνσταντίνος Τζιούλας, γιος του Βογατσιώτη ιερέα τού Γέρμα Ιωάννη Τζιούλα και της Γερμανιώτισσας Ζωής Λιάντζη, αδελφής τού μακεδονομάχου και δασκάλου τής Καστοριάς Αντωνίου Λιάντζη.
Ο Κωνσταντίνος Τζιούλας ήταν κοντινός συγγενής των μελών της γνωστής πατριωτικής οικογένειας Δραγούμη, ασχολείτο δε επιτυχώς με το γενικό εμπόριο και διατηρούσε τρία μεγάλα παντοπωλεία στα όμορα χωριά Βογατσικό, Λοσνίτσα και Κορησό, αντιστοίχως. Ο αναφερόμενος Κωνσταντίνος είχε τρία παιδιά, τον Γιώργο, που ήταν πατέρας τεσσάρων αγοριών, τον Γιάννη, που είχε δύο τέκνα και τη Ζωή που ήταν παντρεμένη με τον Κωσταραζινό παντοπώλη Κωστάκη Κυρατζή, ανεψιόν του εθνομάρτυρα Αρχιμανδρίτη Άνθιμου Γιοβανόπουλου (+ 1905).
Σύμφωνα με μία ενδιαφέρουσα πληροφορία, που έδωσε προ ετών στον γράφοντα Γιώργο Αλεξίου ο αείμνηστος Βογατσιώτης Δημήτριος Σαββαρίκας (Μπαρμπα-Δήμος), κατά την περίοδο εκείνη ο Καπετάν Ζιάκας είχε συνάψει ερωτικό δεσμό με μία δασκάλα που υπηρετούσε στο Δημοτικό Σχολείο Βογατσικού. Αυτήν τη δασκάλα ο Καπετάνιος την επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινώς στην οικία της. Ο ίδιος Καπετάνιος επίσης μετέβαινε πολύ συχνά στα διπλανά χωριά Κωσταράζι, Λοσνίτσα και Βλάστη και ανακατευόταν ενεργά “ως μη όφειλε” στις συνήθεις κοινοτικές διαμάχες. Ευρισκόμενος σε μια τέτοια διαμάχη, που αφορούσε την ενοικίαση των βοσκοτόπων τής Λοσνίτσας σε αλλομερίτες κτηνοτρόφους, επιτέθηκε στον Πρόεδρο του χωριού Κωνσταντίνο Τζιούλα, τον χτύπησε άγρια και τον απείλησε με θάνατο. Κατόπιν τούτου, ο Πρόεδρος φοβούμενος για τη ζωή του κατέφυγε στην Καστοριά.
Ακριβώς τότε, στις 11 Ιουλίου του έτους 1907, ήρθε από την ελεύθερη Ελλάδα στα βουνά τού Βογατσικού ο μακεδονομάχος οπλαρχηγός Νικόλαος Τσοτάκος - Καπετάν Γέρμας με 60 περίπου άντρες και με σκοπό να αντικαταστήσει τον Καπετάν Ζάκα και ν' αναλάβει αυτός την αρχηγία και το συντονισμό του Μακεδονικού Αγώνα στην εν λόγω περιοχή. Μετά την άφιξη στο Βογατσικό του Καπετάν Γέρμα, ο Καπετάν Ζάκας έπρεπε να αναχωρήσει αμέσως για την Αθήνα, όμως κωλυσιεργούσε και καθυστερούσε την αναχώρησή, προφανώς για να βρίσκεται μερικές ημέρες ακόμη κοντά στη φιλενάδα του δασκάλα.
Η παραμονή πολλών μακεδονομάχων στο βουνό Μελίσσι επί αρκετές ημέρες, όπως ήταν αναμενόμενο, έγινε γνωστή στις Τουρκικές Αρχές τής Καστοριάς, γνωστοποιήθηκε δε και στον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος έστειλε αμέσως επιστολή στους δύο καπετάνιους, Ζάκα και Γέρμα, με την οποία τους προέτρεπε να φύγουν πάραυτα από το βουνό Μελίσσι. Ο Καπετάν Γέρμας, λογικά σκεπτόμενος, αποφάσισε και ζήτησε να μετακινηθούν αμέσως όλοι οι άνδρες απ' το άδενδρο βουνό Μελίσσι προς το δασωμένο όρος Μουρίκι, ο επιπόλαιος όμως και απερίσκεπτος Καπετάν Ζάκας αντέδρασε αρνητικά κι έντονα και μάλιστα αποκάλεσε τον Καπετάν Γέρμα δειλό. Τελικώς και δυστυχώς επικράτησε η λίαν εσφαλμένη άποψη και απόφαση του Καπετάν Ζάκα και όλοι οι αντάρτες μακεδονομάχοι παρέμειναν και κοιμήθηκαν τη νύχτα της 15ης προς 16η Ιουλίου 1907 στη χαράδρα “Καλόγρια” ή “Καλογερικό πηγάδι”. Το βράδυ εκείνο, ένα πολυάριθμο τμήμα Τούρκων στρατιωτών περικύκλωσε αθόρυβα τους κοιμώμενους μακεδονομάχους και τα χαράματα της επόμενης ημέρας 16 Ιουλίου 1907 τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά, σκοτώνοντας επί τόπου τον Καπετάν – Γέρμα και περισσότερους από 22 άνδρες του. Ο Καπετάν – Ζάκας, που, λόγω της ασυγχώρητης σχετικής απρονοησίας του, θεωρήθηκε ο κύριος υπεύθυνος αυτής της φοβερής καταστροφής των μακεδονομάχων, γνώριζε καλώς τη γύρω περιοχή κι έτσι κατόρθωσε να διαφύγει απ' τον κλοιό των Τούρκων και να διασωθεί.
Λίγες ημέρες μετά απ' τη φονική “Μάχη του Καλογερικού”, ο καπετάν Ζάκας κλήθηκε και μετέβη στην Αθήνα για να λογοδοτήσει σχετικώς και αρμοδίως, σύμφωνα δε με αφηγήσεις παλαιών μακεδονομάχων της Λοσνίτσας, δικάστηκε από Στρατοδικείο – Ανταρτοδικείο. Εκεί, προσπαθώντας να δικαιολογηθεί και να αποσείσει από πάνω του τις βαρύτατες ευθύνες τής καταστροφικής “Μάχης του Καλογερικού”, υποστήριξε αβάσιμα και ατεκμηρίωτα, ότι η αναφερόμενη καταστροφή των μακεδονομάχων δεν οφειλόταν στον ίδιο, αλλά στις υποτιθέμενες και αναπόδεικτες προδοσίες τού Λοσνιτσιώτη (= Γερμανιώτη) Κωνσταντίνου Τζιούλα, των Βλατσιωτών κτηνοτρόφων Κουντουρά και Κυριαζή, και του Βογατσιώτη Σλιάχα, τον οποίον, βάσει αυτής τής αστήρικτης κατηγορίας, δολοφόνησε αργότερα με δόλο κάποιος μακεδονομάχος. Το αναφερόμενο Στρατοδικείο – Ανταρτοδικείο περιέργως απάλλαξε τότε τον Καπετάν Ζιάκα απ' την εν λόγω τρομερή κατηγορία.
Μετά απ' αυτήν την απροσδόκητη αθώωση τού Καπετάν Ζάκα και σύμφωνα με σχετικές διηγήσεις παλαιών Γερμανιωτών, κάποιος άνανδρος καπετάνιος μακεδονομάχος (ποιός ;), θέλοντας προφανώς να φανεί ο ίδιος αθώος τού αίματος των πεσόντων συμπολεμιστών του και στα μάτια των συγγενών τους, δήλωσε ότι θα εκδικηθεί το θάνατό τους, εφαρμόζοντας το βάρβαρο μανιάτικο έθιμο της βεντέτας. Και δυστυχώς το έπραξε. Συγκεκριμένως, θέλοντας, χωρίς αιδώ και τύψεις, να “κάψει”, να πληγώσει καίρια τον πρόεδρο τής Λοσνίτσας Κώστα Τζιούλα προσέλαβε δύο τουρκαλβανούς κακοποιούς για να φονεύσουν ύπουλα και άνανδρα τα δύο αθώα και άξια παιδιά του προέδρου. Αυτοί οι εγκληματίες δολοφόνησαν πρώτα τον λεβέντη Γιώργο Τζιούλα στην τοποθεσία “Ράχη Κορησού”, και κατόπιν τον Γιάννη Τζιούλα μέσα στο παντοπωλείο του, στην πλατεία του Γέρμα. Παράλληλα, οι Τουρκαλβανοί πληρωμένοι κακοποιοί πυρπόλησαν και δύο μαγαζιά των αδελφών Κωνσταντίνου Τζιούλα, μαζί με όλα τα εμπορεύματά τους.
Οι δύο αναφερόμενες δολοφονίες των αδελφών Γιώργου και Γιάννη Τζιούλα, των οποίων ηθικός αυτουργός και εντολέας ήταν κάποιος άγνωστός μας (;) άθλιος Μανιάτης μακεδονομάχος με εγκληματικά ένστικτα, κατέστησαν χήρες δύο νεαρές γυναίκες του Γέρμα, και άφησαν απροστάτευτα, ορφανά και πάμφτωχα τα 6 παιδάκια τους, βύθισαν δε στο πένθος για πολλά χρόνια τη μαρτυρική Λοσνίτσα.
Όταν απελευθερώθηκε η Μακεδονία, ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Τζιούλας έστειλε επιστολές σε πρωθυπουργούς της Ελλάδος ζητώντας την τιμωρία τού Καπετάν (τάδε) και την αποζημίωση των αθώων θυμάτων του, αλλά δεν έλαβε απ' αυτούς καμία απάντηση.
Ας είναι αιωνία η μνήμη των αδικοσκοτωμένων αδελφών Γιώργου και Γιάννη Τζιούλα – Παπαϊωάννου.
Γιώργος Τ. Αλεξίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου