Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Λαϊκό παραμύθι απ' τον Γέρμα Καστοριάς: Ο καλός ο κόρακας και οι φωνές του “κρα” και “κρο”.

     


    Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε κάποιο χωριό ένα πολύ αγαπημένο αντρόγυνο που είχε δύο μικρά παιδιά, αγόρι και κορίτσι. Η μητέρα των παιδιών καταγόταν από ένα μακρινό μέρος, στο οποίο κατοικούσαν οι γονείς και οι συγγενείς της.

Κάποια ημέρα η μητέρα αυτή αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο σύζυγός της και τα λατρεμένα της παιδιά έκλαψαν και πόνεσαν πολύ για τον πρόωρο θάνατό της, και δεν μπορούσαν να βρουν πουθενά παρηγοριά.

Πέρασε ο καιρός και ο χήρος άντρας πήρε μια άλλη γυναίκα, που ήταν όμως πολύ σκληρή και άπονη κι έδερνε συνεχώς και αναίτια τα δύο ορφανά παιδιά. Για να γλυτώσουν απ' αυτήν την κακιά μητριά τους τα δυο αδελφάκια αποφάσισαν να φύγουν κρυφά από το σπίτι τους και να πάνε να ζήσουν στο μακρινό χωριό τής μητέρας τους. Φοβούνταν όμως και δίσταζαν να ξεκινήσουν, επειδή ήταν μικρά και δεν γνώριζαν το δρόμο.

    Την ώρα που τα δυστυχισμένα αδελφάκια μιλούσαν σιγανά και σχεδίαζαν τη διαφυγή τους, τα άκουσε ένας κόρακας που στεκόταν πάνω σ' ένα δέντρο της αυλής τους, τα λυπήθηκε, θέλησε να τα βοηθήσει και τα (τους) είπε:

Εγώ θέλω και μπορώ να σας βοηθήσω. Θα σας ανεβάσω στην πλάτη μου και θα σας μεταφέρω στο χωριό της μητέρας σας. Πρέπει όμως, την ώρα που θα πετούμε να με ταΐζετε με κρέας και να με ποτίζετε με κρασί. Όταν φωνάζω “κρα” θα με δίνετε κρέας και όταν φωνάζω “κρο” θα με δίνετε κρασί. Τα παιδιά συμφώνησαν αμέσως, και τότε, το μικρό αγόρι πήρε απ' το σπίτι του ένα σακκούλι με 5 -6 κομμάτια κρέας κι ένα ασκί με λίγο κρασί, ανέβηκε μαζί με την αδελφή του στη ράχη τού κόρακα και πέταξαν στον ουρανό.

    Ύστερα από λίγη ώρα, κι ενώ πετούσαν στα σύννεφα, ο κόρακας πείνασε και φώναξε “κρα”. Γρήγορα το παιδί έβγαλε απ' το σακούλι του ένα κομμάτι κρέας και το έβαλε στο στόμα τού κόρακα. Αμέσως μετά ο κόρακας δίψασε και φώναξε “κρο”, και τότε το παιδί έδωσε στον κόρακα λίγο κρασί απ' το ασκί του.

Οι κραυγές “κρά” και “κρο” του κόρακα και το τάϊσμά του απ' το παιδί επαναλήφθηκαν αρκετές φορές, μέχρι που άδειασε το σακούλι με το κρέας και τελείωσε το κρασί απ' το ασκί. Όταν λοιπόν ο κόρακας ξαναφώναξε “κρα” και “κρο” το αγόρι δεν είχε άλλο κρέας και κρασί να του δώσει και γι' αυτό έκοψε απ' τη γάμπα τού ποδιού του ένα κομμάτι κρέας και πήρε απ' την πληγή της λίγο αίμα και τα έδωσε στον κόρακα. Ο έξυπνος κόρακας όμως κατάλαβε τι είχε συμβεί και γι' αυτό, το κρέας απ' το πόδι του παιδιού και το αίμα απ' την πληγή του δεν τα κατάπιε, αλλά τα κράτησε στο λαιμό του.


    Όταν επιτέλους ο κόρακας και τα παιδιά έφτασαν στη μακρινή πατρίδα τής μητέρας τους και κατέβηκαν στη γη, το αγόρι εξαντλημένο “λιγουθύμσι” (λιποθύμησε) και θα πέθαινε από τους πόνους και την αιμορραγία τής πληγής του. Τότε, ο καλός ο κόρακας έβγαλε από το λαιμό του το κρέας του παιδιού και το κόλλησε με το αίμα του στο κομμένο μέρος της γάμπας του, και το αγόρι συνήλθε αμέσως και σηκώθηκε. Και από τότε έζησαν εκεί τα δυο αδελφάκια με τον κόρακα και με τους συγγενείς τους καλά, κι εμείς εδώ καλύτερα.

Γιώργος Τ. Αλεξίου

Σημείωση. Μία ενδιαφέρουσα παραλλαγή τού παρουσιαζόμενου παραμυθιού εντόπισε ο γράφων μέσω διαδικτύου σε ιστοσελίδα της Κύπρου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου