Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

Δύο μεγάλες και θαυματουργές αγίες τής Εκκλησίας μας με το ίδιο τίμιο όνομα “Παρασκευή”.


  1. Αγία Παρασκευή η Μεγαλομάρτυς, η Ρωμαία. ( + 26 Ιουλίου).

  2. Αγία Παρασκευή η Νέα, η Επιβατινή. (Η Σβέτα Πέτκα). + 14 Οκτωβρίου).

    .................................

    Η Αγία Παρασκευή η Μεγαλομάρτυς, η Ρωμαία. ( + 26 Ιουλίου).

Η Μεγαλομάρτυς αγία Παρασκευή γεννήθηκε κι έζησε στη Ρώμη κατά τον 2ο αιώνα. Οι γονείς της ήταν εύποροι χριστιανοί, την είχαν μοναχοπαίδι, και την ανέθρεψαν με χριστιανικές αρχές. Σε ηλικία 20 ετών έμεινε ορφανή απ' αμφότερους τους γονείς της και αμέσως μοίρασε και χάρισε τη μεγάλη πατρική της περιουσία σε φτωχούς και ασθενείς συμπολίτες της. Εργάστηκε ιεραποστολικώς και λίαν επιτυχώς στη Ρώμη και σε αρκετές επαρχίες τής αυτοκρατορίας της. Εκ του λόγου τούτου οι Ρωμαίοι ειδωλολάτρες τη συνέλαβαν επί των ημερών του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου και την απόκτειναν με πολλά και φριχτά βασανιστήρια. Θεωρείται ιατήρας των οφθαλμών και γιά αυτό παριστάνεται σε ορισμένες εικόνες της να κρατάει στα σεπτά χέρια της ένα πινάκιο με δύο συμβολικά ανθρώπινα μάτια επάνω του. Το τίμιο όνομα και η μνήμη της τιμούνται από την Ορθόδοξη Εκλησία στις 26 Ιουλίου.

Η Αγία Παρασκευή η Νέα, η Επιβατινή. (Η Σβέτα Πέτκα). + 14 Οκτωβρίου).

Η αγία Παρασκευή η νέα, η Επιβατινή, γεννήθηκε περί τα τέλη του 10ου αιώνα στην κωμόπολη “Επιβάτες”, που βρίσκεται στή θάλασσα του Μαρμαρά, πλησίον τής Κωνσταντινούπολης. Ο μεγαλύτερος αδελφός της ονομαζόταν Εθύμιος και ήταν Επίσκοπος Μαδύτου. Σε νεαρή ηλικία η αναφερόμενη αγία Παρασκευή εκάρη Μοναχή και ασκήτεψε αρχικώς στη Θράκη και κατόπιν στην Παλαιστίνη. Ακολούθως επέστρεψε με θεία εντολή στη γενέτειρά της “Επιβάτες” και ασκήτεψε εκεί παραμένοντας εντελώς άγνωστη μεταξύ των συμπατριωτών της. Αποδήμησε εις Κύριον σε ηλικία 27 ετών και τότε κάποιοι ευσεβείς Χριστιανοί την κήδεψαν ως άγνωστη ξένη δίπλα στη Θάλασσα.

Λίγο καιρό αργότερα, ο τόπος όπου ήταν θαμμένη η αγία Παρασκευή η Επιβατινή άρχισε να ευωδιάζει κι έτσι αποκαλύφτηκε στους ανθρώπους η εκεί ύπαρξη τού τιμίου σκηνώματός της και η αγιότητά της. Οι Χριστιανοί της περιοχής σήκωσαν το σκήνωμά της από το χώμα, το τοποθέτησαν σε λαμπρή λειψανοθήκη και το μετέφεραν με λαμπρότητα στο ναό των Αγίων Αποστόλων τής κοντινής πόλης καλλικράτειας. Στα επόμενα χρόνια το θαυματουργό λείψανό της μεταφέρθηκε διαδοχικά σε αρκετά μέρη τής Βαλκανικής, επιτελώντας παντού πολλά και μεγάλα θαύματα. Απ' το έτος 1641 και μέχρι σήμερα βρίσκεται και τιμάται στην πόλη Ιάσιο της Μολδοβλαχίας.


    Η αγία Παρασκευή η Επιβατινή είναι γνωστή στους σλαβικούς λαούς των Βαλκανίων με την ονομασία
“Σβέτα Πέτκα”, τιμάται δε ιδιαιτέρως απ' αυτούς και αναγνωρίζεται ορθώς ως η ουράνια προστάτις τους. Προς τιμήν της έχουν ανεγερθεί επ' ονόματί της λαμπροί ναοί σε πολλές πόλεις και χωριά όλων των κρατών της Βαλκανικής. Στην Ελλάδα, συμπατριώτες της πρόσφυγες προερχόμενοι από τις κωμοπόλεις “Επιβάτες” και Καλλικράτεια τής Ανατολικής Θράκης έχουν κτίσει παλαιότερα στο σεπτό όνομά της τρεις λαμπρούς ναούς, που είναι οι εξής:

1) Ιερός Ναός Οσίας Παρασκευής Νέας Καλλικράτειας Χαλκιδικής.

2) Ιερός Ναός Οσίας Παρασκευής Νέων Επιβατών Θεσσαλονίκης.

3) Ιερός Ναός Αγίου Στεφάνου και Οσίας Παρασκευής της Επιβατινής Πτολεμαΐδας.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στη βόρεια εδαφική ζώνη τής Δυτικής Μακεδονίας υπάρχουν αρκετοί ναοί της Αγίας Παρασκευής τής Ρωμαίας, οι οποίοι είναι γνωστοί στους κατοίκους των χωριών αυτής τής ζώνης με την ονομασία “Σβέτα Πέτκα”. Ίσως οι εν λόγω ναοί να ήταν αρχικώς αφιερωμένοι στην αγία Παρασκευή την Επιβατινή (: στην Αγία Πέτκα) και με την πάροδο των ετών και για διαφόρους εξηγήσιμους λόγους, να μεταφιερώθηκαν στην ομώνυμό της και πιο γνωστή στην Ελλάδα, Αγία Παρασκευή τη Ρωμαία, τη Μεγαλομάρτυρα. (Γ.Τ.Α).








 

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Η οδυνηρή γενική επιστράτευση τής 20ης Ιουλίου 1974. Καταγραφή αναμνήσεων του Γεωργίου Τ. Αλεξίου, τότε εφέδρου αξιωματικού Πυροβολικού.

 

Τον Ιούλιο του 1974, καθ’ ον χρόνον ο γράφων δάσκαλος Γιώργος Τ. Αλεξίου υπηρετούσα ως ΔΕΑ (ΠΒ) στην 149 ΜΜΒΠΒ, που έδρευε στο Άργος Ορεστικό Καστοριάς και υπαγόταν στην ΧV Μεραρχία, κι ενώ επρόκειτο να μετατεθώ σε Τάγμα Εθνοφυλακής, έγινε το εγκληματικό πραξικόπημα του Ιωαννίδη στην Κύπρο και η επακόλουθή του απόβαση των Τούρκων στην Μεγαλόνησο. Αμέσως, στις 20 του ίδιου μήνα, έγινε γενική επιστράτευση, και όλες οι Μονάδες του Στρατού μας στελεχώθηκαν κι ενισχύθηκαν με πολλούς επίστρατους Αξιωματικούς και στρατιώτες.

    Ευθύς μετά την επιστράτευση, η 149 Μοίρα ΜΒΠΒ εξήλθε από το Στρατόπεδό της κι εγκαταστάθηκε διαδοχικά, στον Άϊ-Γιώργη Μεσοποταμίας, σε λόφο του Δενδροχωρίου και τέλος στο χωριό Κορομηλιά Καστοριάς. Κατά την 20ήμερη διαμονή μας στις τοποθεσίες αυτές υποφέραμε όλοι οι στρατευμένοι πάρα πολύ, κυρίως λόγω τής καταφανούς έλλειψης των απαιτούμενων ανάλογων προσόντων τού Διοικητή τής Μοίρας μας κι ένεκα τής σχετικής απειθαρχίας των επίστρατων οπλιτών.

Στις 15 Αυγούστου έγινε η δεύτερη επίθεση των Τούρκων στην Κύπρο και τότε εδόθη εντολή απ’ την Ηγεσία του Στρατού μας να αποσπασθεί μία Πυροβολαρχία απ’ την 149 Μοίρα, να προσκολληθεί στην 156 ΜΠΠΒ, κι ακολούθως να ενισχύσουν από κοινού την ΙΧ Μεραρχία, που θα μετέβαινε απ’ την Κοζάνη στην Κρήτη. Ο Διοικητής Π.Β. επέλεξε για την εν λόγω αποστολή την 4η Πυροβολαρχία της Μοίρας μας και τοποθέτησε τον επίστρατο Υπολοχαγό Σ.Τ. κι εμένα, τον κληρωτό Δ.Ε.Α. Γιώργο Τ. Αλεξίου, επικεφαλής της. Μετά απ’ αυτήν την απόφαση, η Πυροβολαρχία μου εντάχθηκε οργανικά στη Δύναμη της 156 ΜΠΠΒ. και προετοίμασε τη μετάβασή της στην Κρήτη.

Η μετάβαση και η στρατοπέδευση τής 156 Μοίρας στη Χερσόνησο Ηρακλείου Κρήτης.

    Το απόγευμα της 16ης Αυγούστου, η 156 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού (ΜΠΠΒ) αναχώρησε απ’ την Καστοριά μαζί με όλους τους άνδρες, τα οχήματα και τον οπλισμό της και αφού πορεύτηκε όλη τη νύχτα, έφθασε, διά μέσου Γρεβενών, Καλαμπάκας και Λάρισας, περί το απόγευμα της άλλης ημέρας, στα «Πευκάκια» του Βόλου. Στο μέρος εκείνο κοιμηθήκαμε όλοι οι στρατευμένοι κατάκοποι και το επόμενο πρωί 18 του μηνός Αυγούστρου 1974 μεταφέραμε οχήματα και κανόνια στο λιμάνι τής αναφερόμενης Θεσσαλικής πόλης, τα φορτώσαμε στο καράβι «Χρυσή Άμμος» και αναχωρήσαμε για το Ηράκλειο Κρήτης, όπου αποβιβαστήκαμε τα ξημερώματα τής 19ης Αυγούστου. Από το Ηράκλειο η Μοίρα μετακινήθηκε γρήγορα και στρατοπέδευσε έξω απ’ το χωριό Χερσόνησος Κρήτης, κοντά στο οροπέδιο Λασηθίου. Στο μέρος εκείνο εγώ παρέμεινα ένα πεντάμηνο περίπου....












Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Λαϊκό παραμύθι απ' τον Γέρμα Καστοριάς: “Η γριά γυναίκα, ο ληστής και οι λαγγίτες (τηγανίτες)”.

 

    Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε κάποιο χωριό μια γριά γυναίκα με τη μικρή εγγονή της. Το σπίτι τους ήταν φτωχικό, χαμηλό και χωρίς ταβάνι. Η γριά, αρκετές βραδιές τηγάνιζε στο τζάκι της νόστιμες λαγγίτες και τις έδινε αντί για φαγητό στην εγγονούλα της. Αυτό το πληροφορήθηκε ένας ληστής που τριγύριζε τις νύχτες πεινασμένος στους σκοτεινούς δρόμους του χωριού και να τι έκανε. Πήρε κάποια βραδιά ένα ραβδί λεπτό και μυτερό στην άκρη του, ανέβηκε στα κεραμίδια τού σπιτιού τής γριάς, μπήκε απ' τον “μπατζιά” {: άνοιγμά τους) στο εσωτερικό τής στέγης του και κάθισε αθέατος σε μιά γριντιά {: οριζόντιο χοντρό δοκάρι της στέγης}.

    Η γριά την ώρα εκείνη τηγάνιζε λαγγίτες. Έβγαλε λοιπόν απ' το τηγάνι την πρώτη λαχταριστή λαγγίτα και την έβαλε να κρυώσει σε ένα “λινγκέρ'” {: ρηχό μεταλλικό πιάτο) που είχε τοποθετημένο δίπλα της, για να τη φάει η εγγονούλα της που καθόταν στο πλάι. Πριν την πάρει όμως το κορίτσι, ο ληστής κατέβασε γρήγορα και αθόρυβα το ραβδί του στο λινγκέρ', “ζούπησε” {: τρύπησε} τη λαγγίτα, την τράβηξε προς το μέρος του και την έφαγε ο ίδιος.

Το μικρό κορίτσι είδε το ληστή και την κλοπή της λαγγίτας του, αλλά όμως δεν τόλμησε να μιλήσει, επειδή αυτός τη φοβέρισε με ανάλογες χειρονομίες. Αυτό επαναλήφτηκε αρκετές φορές, μέχρι που ο ληστής έφαγε όλες τις λαγγίτες. Η γριά γύρισε τότε και κοίταξε στο πλάι της, είδε το λινγκέρ άδειο, είδε τον ληστή επάνω στη γριντιά και άρχισε να σκούζει δυνατά. Ο ληστής φοβήθηκε, βγήκε αμέσως απ' το μπατζιά τής στέγης και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Και από τότε, η γριά με την εγγονούλα της έζησαν στο χωριό τους καλά κι εμείς εδώ καλύτερα.

Σημείωση. Η καταγραφή του παραμυθιού έγινε από τον Γ.Τ.Α. στον Γέρμα στις 5 Ιουλίου 2024.