Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε κάποιο χωριό ένας παπάς, που είχε μία ζουρλή σύζυγο – παπαδιά και μια αγελάδα. Η παπαδιά, κάθε φορά που έβλεπε την αγελάδα τού παπά να “μαρκιέται” {: μηρυκάζει] θύμωνε πολύ και τον έλεγε: “Αφεντάκη, η αγελάδα σου με “πιργιαλάει” {: περιγελάει}, πρέπει να την πουλήσεις”. Ο παπάς όμως αγαπούσε την αγελάδα του και δεν την πουλούσε.
Η παπαδιά επαναλάμβανε συχνά το παράλογο κι εκνευριστικό αίτημά της και γι' αυτό ο παπάς σκέφτηκε να την οδηγήσει (την παπαδιά) με πονηριά μέσα στο κοντινό δάσος και να την εγκαταλείψει εκεί μόνη της για να τη φάνε τα άγρια θηρία. Και αυτό έκανε. Είπε λοιπόν στην παπαδιά να ζυμώσει μια μεγάλη “μπουγάτσια” {: στρόγγυλο εκλεκτό ψωμί}, για να την προσφέρουν τάχα στη μάνα της, που κατοικούσε σε ένα κοντινό χωριό.
Πράγματι, η παπαδιά ζύμωσε τη “μπουγάτσια” και ξεκίνησε μαζί με τον παπά να τη μεταφέρουν στο χωριό τής μάνας της. Κατά τη διαδρομή τους έφτασαν στην άκρη μιας βαθιάς χαράδρας και τότε ο παπάς άφησε επίτηδες τη “μπουγάτσια” να κυλήσει στο βάθος τής χαράδρας και είπε στην παπαδιά ότι θα κατέβαινε να την πάρει. Είπε επίσης στην παπαδιά, και μάλιστα τη βοήθησε, να ανεβεί σε ένα κοντινό δέντρο, για να μην τη φάνε τα αγρίμια και μετά έκλεισε με κερί τα μάτια της για να μη τα βλέπει (τα αγρίμια) και τρομάζει. Κατόπιν ο ίδιος γύρισε κρυφά στο σπίτι του.
Την ώρα που η παπαδιά ήταν κρυμμένη και με κλειστά τα μάτια της επάνω στο δέντρο πέρασαν απ' εκεί 5 – 6 ληστές που είχαν μαζί τους ένα κιούπι γεμάτο με χρυσά φλουριά. Οι ληστές στάθηκαν να ξεκουραστούν κάτω απ' αυτό το δέντρο και άναψαν μια μεγάλη φωτιά για να ζεσταθούν. Ο καπνός όμως και η φλόγα τής φωτιάς έλιωσαν το κερί απ' το ένα μάτι τής παπαδιάς και αμέσως αυτή είδε τους ληστές και φώναξε δυνατά. “Άνοιξε το ένα, τσιουτσιουρίζει {;} κι τ' άλλο” !
Όταν οι ληστές άκουσαν αυτά τα παράξενα λόγια τής παπαδιάς και την είδαν ανεβασμένη επάνω στο δέντρο, τρόμαξαν πολύ, παράτησαν το κιούπι με τα χρυσά φλουριά κι έτρεξαν να κρυφτούν μέσα στο πυκνό δάσος.
Το πρωί της επόμενης ημέρας ο παπάς επέστρεψε στη χαράδρα για να διαπιστώσει τί είχε απογίνει η παπαδιά του. Με μεγάλη του έκπληξη την είδε να κάθεται άνετη και με ανοιχτά τα μάτια της κάτω από το δέντρο στο οποίο την είχε ανεβάσει και να έχει δίπλα της το κιούπι των ληστών με τα χρυσά φλουριά. Αμέσως ο παπάς έτρεξε με λαχτάρα στο κιούπι με τα φλουριά και τα θαύμαζε και τα μετρούσε. Τότε η παπαδιά τον ρώτησε τί ήταν αυτά που μετρούσε κι αυτός απάντησε ότι ήταν ”ρωμαίικη φακή” {!}. Κατόπιν επέστρεψαν μαζί και χαρούμενοι στο σπίτι τους, παίρνοντας βεβαίως μαζί τους και τα φλουριά.
Την άλλη ημέρα το πρωί ο παπάς πήγε στην εκκλησιά να λειτουργήσει και η παπαδιά έμεινε μόνη στο σπίτι της. Την ώρα εκείνη πέρασε απ' τη γειτονιά της ένας τσουκαλάς και η παπαδιά ζήτησε να αγοράσει ένα τσουκάλι και να το πληρώσει με “ρωμαίικη φακή”. Ο τσουκαλάς δέχτηκε κι αμέσως η παπαδιά πήρε το τσουκάλι και πλήρωσε με ένα “μσούρ” πιάτο “ρωμαίικη φακή”. Όταν ο τσουκαλάς είδε κι έλαβε τα φλουριά ενθουσιάστηκε πολύ και χάρισε στην παπαδιά όλα του τα τσουκάλια. Αμέσως τότε αυτή τα τρύπησε όλα, τα κρέμασε ολόγυρα στο σπίτι της και άρχισε να χορεύει και να τραγουδάει: “Λάμπω εγώ, λάμπουν τ' αγγειά μ' και τα τρυποτσούκαλα μ΄”.
Και ύστερα έζησαν ο παπάς και η παπαδιά καλά κι εμείς καλύτερα.
Σημείωση. Το παρουσιαζόμενο παραμύθι το αφηγήθηκε στον Γ.Τ.Α. η κ. Αθηνά Δ. Τζήμα, όπως το θυμόταν από την αείμνηστη πρόγονό της Αθηνά Κ. Λιάντζη (1882 – 1976). Η καταγραφή του έγινε στον Γέρμα την Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου