Στην πατρίδα μας την Ελλάδα υπήρχαν παλαιότερα αρκετοί Έλληνες κάτοικοί της που ήταν δίγλωσσοι, ομιλούσαν δηλαδή εκτός από την Ελληνική και μία άλλη Βαλκανική γλώσσα, κατά περίπτωση, τη Σλάβικη, τη Βλάχικη, την Αρβανίτικη. Ειδικότερα, στην διοικητική περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας υπήρχαν τότε δύο ετερόγλωσσες πληθυσμιακές ομάδες, των Ελληνόφωνων και των Σλαβόφωνων. Η ομάδα των Ελληνόφωνων χωριών και κατοίκων, που ήταν η πολυπληθέστερη, καταλάμβανε την νότια περιοχή - ζώνη της υπόψη περιφέρειας, ενώ των Σλαβόφωνων, τη βόρεια.
Το ιδιαίτερο λαογραφικό στοιχείο που καθόριζε, διέκρινε και ξεχώριζε τις προαναφερόμενες δύο ετερόγλωσσες πληθυσμιακές ομάδες ήταν ο χρόνος τέλεσης του ετήσιου δημοφιλούς εθίμου τής “Μεγάλης Φωτιάς”. Συγκεκριμένως, όλοι οι Ελληνόφωνοι άναβαν - και οι απόγονοί τους εξακολουθούν ν' ανάβουν - τη “Μεγάλη Φωτιά” κατά το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής (Μεγάλη Αποκριά), ενώ οι Σλαβόφωνοι την άναβαν - και οι απόγονοί τους εξακολουθούν να την ανάβουν - κατά τη νύχτα τής παραμονής των Χριστουγέννων (Κάλαντα).
Ως προς την προέλευση, τη σημασία και τους συμβολισμούς τού αναφερόμενου εθίμου και του χρόνου τέλεσής του σημειώνονται τα εξής. Το έθιμο των Ελληνόφωνων, δηλαδή το άναμμα της “Μεγάλης Φωτιάς” κατά την Μεγάλη Αποκριά, η οποία (Αποκριά) συμπίπτει με την αρχή της Άνοιξης, προέρχεται κατευθείαν από την Αρχαία Ελλάδα. Οι πρόγονοί μας Αρχαίοι Έλληνες άναβαν παρόμοιες μεγάλες φωτιές για να λατρέψουν τον Θεό τους Βάκχο - Διόνυσο και για να χαιρετίσουν και υποδεχτούν τον ερχομό τής Άνοιξης, που οριζόταν και ορίζεται (ο ερχομός) κατά την Εαρινή Ισημερία (21η Μαρτίου). Αυτό το έθιμο είναι ειδωλολατρικό – αντιχριστιανικό, καθότι συνοδεύεται και πλαισιώνεται από άσεμνες μεταμφιέσεις και χειρονομίες των μετεχόντων νεαρών ανδρών και από βακχικά αδιάντροπα τραγούδια τους.
Αντιθέτως, το άναμμα της ανάλογης φωτιάς κατά την παραμονή των Χριστουγέννων, από τους πάλαι ποτέ Σλαβόφωνους κατοίκους και τους νυν απογόνους τους, είχε και έχει χριστιανική χροιά και σημασία, καθόσον οι μετέχοντες σ' αυτό θεωρούσαν και θεωρούν και διακηρύττουν, ότι η εν λόγω φωτιά συμβολίζει τις φωτιές που άναψαν οι βοσκοί της Βηθλεέμ κατά τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός, για να ζεστάνουν τον Ίδιο και τη μητέρα Του Παναγία.
Περατούμενης της παρούσας σύντομης δημοσίευσης σημειώνονται και τα εξής: Εκατέρωθεν της νοητής γραμμής επαφής των Ελληνόφωνων και των τέως Σλαβόφωνων περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας βρίσκονται και μερικοί σημαντικοί οικισμοί τους που δεν ακολουθούν τον προαναφερόμενο βασικό κανόνα περί του χρόνου ανάμματος της “Μεγάλης φωτιάς”. Πρόκειται για τα μεγάλα χωριά Νεστόριο και Βασιλειάδα Καστοριάς, που αν και βρίσκονται στην βόρεια ανάλογη ζώνη ανάβουν την ετήσια μεγάλη φωτιά κατά την Αποκριά, δηλαδή μαζί με τα χωριά της νότιας ζώνης των Ελληνόφωνων. Αντιθέτως, η κωμόπολη Σάτιστα και το χωριό Μικρόκαστρο (;), ενώ βρίσκονται στην νότια ανάλογη ζώνη ανάβουν την αναφερόμενη φωτιά κατά την παραμονή των Χριστουγέννων, όπως και οι κάτοικοι των τέως Σλαβόφωνων χωριών της βόρειας ζώνης.
Το γεγονός των προαναφερόμενων εξαιρέσεων και παρεκκλίσεων από τον εξεταζόμενο βασικό κανόνα περί του χρόνου ανάμματος της “Μεγάλης Φωτιάς” είναι αξιοπερίεργο και δυσεξήγητο, πρέπει δε να το διερευνήσουν και να το αιτιολογήσουν οι επιστήμονες λαογράφοι και οι εθνολόγοι μας.
Γιώργος Τ. Αλεξίου.